- φαλάγγων
- φάλαγξline of battlefem gen plφαλαγγόωfurnish with rollersimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)φαλαγγόωfurnish with rollersimperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαλαγγῶν — φαλαγγόω furnish with rollers pres part act masc voc sg (doric aeolic) φαλαγγόω furnish with rollers pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) φαλαγγόω furnish with rollers pres part act masc nom sg φαλαγγόω furnish with rollers pres inf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SASEM — apud Arabes, lignum est ebeni instar; in plurari semasim, eôdem nomine dictum, quô sesamum, quam vis a sesamo diversissimum. Quo haec pertinent in Alcamus: Siz vel Siza, nigrum lignum ad patinas conficiendas. Aut est ebenus, aut sasim, aut lignum … Hofmann J. Lexicon universale
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
ιππίας — I (; – 490 π.Χ.). Τύραννος της Αθήνας (528 510). Ήταν γιος του τυράννου της Αθήνας Πεισίστρατου. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Ι. συγκυβέρνησε με τον αδελφό του, Ίππαρχο, από το 527 έως το 514 π.Χ. σε μία από τις λαμπρότερες περιόδους της… … Dictionary of Greek
μικροδακτυλία — η ιατρ. συγγενής ανατομική δυσπλασία που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη αφύσικα μικρών δακτύλων σε ένα ή περισσότερα από τα άκρα και οφείλεται σε διακοπή τής ανάπτυξὴς τους κατά την ενδομήτρια ζωή ή σε συγγενή έλλειψη μερικών φαλάγγων τών δακτύλων … Dictionary of Greek
πληκτροδακτυλία — η, Ν ιατρ. υποστρόγγυλη διόγκωση τών ονυχοφόρων φαλάγγων τών δακτύλων τών χεριών, που θυμίζουν πλήκτρα τύμπανου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήκτρο + δάκτυλο. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. drumstick fingers, γαλλ. doigts en… … Dictionary of Greek
προκόνδυλοι — οἱ, και προκόνδυλα, τὰ, Α οι κόνδυλοι τών δακτύλων που βρίσκονται μεταξύ τού μετακαρπίου και τών φαλάγγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κόνδυλος «κυρτή υποστρόγγυλη ή ωοειδής αρθρική επιφάνεια ενός οστού» (πρβλ. μετα κόνδυλος)] … Dictionary of Greek
τρίχα — (I) Α επίρρ. σε τρία τμήματα, σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τριχῆ* (α. «ἐπεὰν τὴν φιλύρην τρίχα σχίσῃ», Ηρόδ. β. «ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην» όταν ήταν η τρίτη νυκτερινή φρουρά, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι (βλ. λ. τρεις, τρία) + ουρανικό… … Dictionary of Greek
τυμπανοπληκτροδακτυλία — η, Ν ιατρ. διόγκωση τών ονυχοφόρων φαλαγγών τών δακτύλων, που θυμίζει το άκρο τών πλήκτρων τών τυμπάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανο + πλήκτρο + δάκτυλο] … Dictionary of Greek
υπερφαλαγγία — η, Ν ζωολ. χαρακτηριστικό ορισμένων ειδών τετράποδων σπονδυλοζώων στα οποία ο αριθμός τών φαλάγγων ορισμένων δακτύλων ή και όλων τών δακτύλων ξεπερνά τις τρεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hyperphalangie … Dictionary of Greek